-
1 бельэтаж
бельэтаж м 1) театр, о (πρώτος) εξώστης 2) (дома ) το πρώτο πάτωμα* * *м1) театр. ο (πρώτος) εξώστης2) ( дома) το πρώτο πάτωμα -
2 бельэтаж
бельэтажм1. (второй этаж) τό μεσαϊο[ν] πάτωμα, ὁ μεσόροφος;2. (в театре) ὁ πρώτος ἐξώστης τοῦ θεάτρου. -
3 бельэтаж
-а α.1. ο ωραίος όροφος έπαυλης, ο δεύτερος όροφος, ο μεσόροφος.2. ο πρώτος εξώστης θεάτρου από την πλατεία.